εγκαταλείπω

εγκαταλείπω
(AM ἐγκαταλείπω)
1. αφήνω κάποιον ή κάτι εντελώς, παρατώ
2. αφήνω κάποιον αβοήθητο ή απροστάτευτο σε δύσκολη στιγμή («Θεέ μου, Θεέ μου, ἵνα τί μὲ ἐγκατέλιπες; ΚΔ)
3. αφήνω παρά το καθήκον, άστοργα (α. «ἐγκατέλειψε τα παιδιά του, το χωράφι του»)
4. παραιτούμαι από σκέψη ή συναίσθημα (α. «εγκατέλειψε τους στόχους του» β. «οὐδ' ἐγκατέλιπον τὰς ἐν αὐτοῑς ἐλπίδας», Πολύβ.)
μσν.
1. παύω
2. κληροδοτώ
3. (μέσ. για αριθμητική πράξη) απομένω
αρχ.
1. παθ. μένω πίσω
2. ιατρ. αφήνω συμπτώματα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἐγκαταλείπω — leave behind pres subj act 1st sg ἐγκαταλείπω leave behind pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εγκαταλείπω — εγκαταλείπω, εγκατέλειψα βλ. πίν. 9 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • εγκαταλείπω — εγκατέλειψα και εγκατάλειψα, εγκαταλείφτηκα, εγκαταλειμμένος, μτβ. 1. αφήνω κάτι ή κάποιον στην τύχη του απροστάτευτο, παρατάω, τα μουντζώνω: Εγκατέλειψε τη θέση του. 2. απομακρύνομαι από κάπου για πάντα: Εγκατέλειψε επιτέλους την Αμερική και… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐγκαταλελειμμένα — ἐγκαταλείπω leave behind perf part mp neut nom/voc/acc pl ἐγκαταλελειμμένᾱ , ἐγκαταλείπω leave behind perf part mp fem nom/voc/acc dual ἐγκαταλελειμμένᾱ , ἐγκαταλείπω leave behind perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκαταλείπετε — ἐγκαταλείπω leave behind pres imperat act 2nd pl ἐγκαταλείπω leave behind pres ind act 2nd pl ἐγκαταλείπω leave behind imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκαταλείπῃ — ἐγκαταλείπω leave behind pres subj mp 2nd sg ἐγκαταλείπω leave behind pres ind mp 2nd sg ἐγκαταλείπω leave behind pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκαταλειπομένων — ἐγκαταλείπω leave behind pres part mp fem gen pl ἐγκαταλείπω leave behind pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκαταλειπόμενον — ἐγκαταλείπω leave behind pres part mp masc acc sg ἐγκαταλείπω leave behind pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκαταλειπόντων — ἐγκαταλείπω leave behind pres part act masc/neut gen pl ἐγκαταλείπω leave behind pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκαταλειφθησόμενον — ἐγκαταλείπω leave behind fut part pass masc acc sg ἐγκαταλείπω leave behind fut part pass neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”